- μεγαπαρσέκ
- τοαστρον. μονάδα μέτρησης ουράνιων αποστάσεων, ίση με ένα εκατομμύριο παρσέκ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Κόμης, σμήνος — (Αστρον.). Ονομασία δύο αντικειμένων στον αστερισμό της κόμης της Βερενίκης. Το πρώτο είναι ένα ανοικτό σμήνος αστέρων με περίπου 80 αστέρες, εύκολα ορατό ακόμη και με διόπτρες. Το δεύτερο είναι ένα απομακρυσμένο σμήνος γαλαξιών, κοντά στον… … Dictionary of Greek